ντομάτα

ντομάτα
Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών (δικοτυλήδονα), από τα πιο γνωστά λαχανοκομικά φυτά. Η επιστημονική ονομασία του είναι σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο. Καλλιεργείται σε μεγάλη κλίμακα στις χώρες της Μεσογείου, χάρη στο θερμό τους κλίμα, που είναι παρόμοιο με το κλίμα της Νότιας Αμερικής, από όπου το φυτό φαίνεται να κατάγεται. Ολόκληρο το φυτό είναι χαρακτηριστικά εύοσμο χάρη στο δριμύ και διαπεραστικό άρωμα ενός ελαίου που περιέχει. Ανάλογα με την ποικιλία, ο βλαστός είναι όρθιος ή κατακείμενος με διακλαδώσεις χνουδωτές και εξογκωμένες στους κόμβους· τα φύλλα, επαλλάσσοντα και έμμισχα, είναι πτεροσχιδή, έλλοβα, μαλακά, γκριζοπρασινωπά· ο βλαστός, οι κλαδίσκοι και τα φύλλα έχουν κιτρινωπό χυμό· τα άνθη σχηματίζουν αραιούς βότρεις, είναι κίτρινα και έχουν στεφάνη χωρισμένη σε πέντε μυτερούς λοβούς· οι στήμονες είναι 5-7 με ανθήρες ενωμένους στην κορυφή. Οι καρποί (ντομάτες) είναι ράγες κόκκινες ή σπανιότερα κίτρινες, κατά την ωρίμαση, εξωτερικά ομαλές ή ανώμαλες (αυλακωτές), με μορφή σφαιρική - πεπλατυσμένη έως προμήκη· έχουν σάρκα υδατώδη, με πάρα πολλούς σπόρους. Μπορούν να καταναλωθούν φρέσκες ή κονσερβοποιημένες, ακέραιες ή με μορφή ντοματοπολτού ή ντοματοχυμού. Από τα υποπροϊόντα της βιομηχανικής επεξεργασίας της ν. (σπόροι και φλούδες) παρασκευάζονται προϊόντα κατώτερης ποιότητας, αλλά μεγάλης και ποικίλης χρήσης, όπως κτηνοτροφές, κυτταρίνη, έλαια για σαπούνια και τυριά και διάφορα άλλα. Με διασταυρώσεις και επιλογή έχουν επιτευχθεί άπειρες ποικιλίες, περισσότερο ή λιγότερο πρώιμες. Για παράδειγμα, για τα κονσερβοποιεία προτιμούν ν. πιο σαρκώδεις, με χαμηλή περιεκτικότητα χυμού και σπόρων· αντίθετα, για επιτραπέζια χρήση θεωρούνται καλύτερες οι ποικιλίες που έχουν καρπούς ομαλούς, υποστρόγγυλους με συμπαγή, στερεή σάρκα (ν. σαλάτας). Για να παραχθούν καρποί πολύ πιο πρώιμα από την κανονική παραγωγή, ψεκάζουν τα άνθη με ορμόνες καρπόδεσης. Οι καρποί της κανονικής παραγωγής είναι συνήθως πιο ογκώδεις, γενικά ομφαλοφόροι ή μαστοειδείς, εάν δεν είναι τελείως παραμορφωμένοι από ακανόνιστες εξοχές και εσοχές. Στην Ελλάδα η ν. καλλιεργείται κυρίως στις περιοχές: Αργολιδοκορινθίας, Αττικής, Μεγαρίδας, Βοιωτίας, θεσσαλονίκης, Ηλείας, Ευβοίας, Κρήτης, Κυκλάδων, Δωδεκανήσου. Κυριότερα κέντρα παραγωγής πρώιμης ν., κυρίως κάτω από πρόχειρα σκέπαστρα πλαστικού, είναι η Ιεράπετρα, η Σύρος, το Ναύπλιο, η Σκάλα Λακωνίας, η Τροιζηνία, η Ρόδος, τα Φιλιατρά Μεσσηνίας, τα Μάλλια Ηρακλείου. άγρια ντοματιά. Φυτό της οικογένειας των Σολανιδών, γνωστό με την επιστημονική ονομασία σολανό. Πρόκειται για μονοετή πόα, 10-60 εκ. ύψους, πράσινη, λεία ή αραιά τριχωτή. Έχει φύλλα βαθυπράσινα, κυματιστά και ωοειδή, και άνθη άσπρα, μικρά, σε σκιαδιόμορφους κορύμβους. Ο καρπός της είναι ράγα, κόκκινη ωοειδής ή σφαιρική. Φυτρώνει σε καλλιεργημένα και χέρσα χωράφια, σε όλα τα μέρη της Ελλάδας. Καρποί σφαιρικοί τρώγονται και νωποί. Ντομάτα (σολανό το λυκοπερσικό ή λυκοπερσικό το εδώδιμο): εδώ άνθη. Καρποί ντομάτας μακρουλοί: τρώγονται κονσερβοποιούνται.
* * *
και τομάτα, η
βοτ.
1. κοινή ονομασία τού φυτού σολανόν το λυκοπερσικόν, η ντοματιά
2. κοινή ονομασία τού καρπού τού παραπάνω φυτού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. tomata < ισπ. tomata < tomatl τής ινδιάνικης γλώσσας Nahuatl].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ντομάτα — ντομάτα, η και τομάτα, η (λ. ιταλ.), ο καρπός του φυτού ντοματιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σολανίδες — (Solanaceae). Οικογένεια φυτών της τάξης των σωληνανθών ή τουμπιφλόρων (δικοτυλήδονα), που είναι διαδομένα κυρίως στις τροπικές ζώνες, αλλά και στις θερμές και εύκρατες των δύο ημισφαίριων· το μεγαλύτερο μέρος τους ωστόσο κατάγεται από τη νότια… …   Dictionary of Greek

  • αγγουροντοματοσαλάτα — η σαλάτα από αγγούρι και ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγούρι + ντομάτα + σαλάτα] …   Dictionary of Greek

  • ράγα — Σαρκώδης καρπός, συνήθως σφαιρικός, πεπιεσμένος ή απιόμορφος· μερικές φορές μοιάζει με δρύπη, από την οποία όμως διαφέρει, γιατί δεν έχει το ξυλώδες ενδοκάρπιο που αποτελεί το κέλυφος των σπερμάτων. Στη ράγα τα σπέρματα περιβάλλονται από τη… …   Dictionary of Greek

  • αζούλιστος — και ιγος, η, ο [ζουλίζω] 1. αυτός που δεν ζουλίχτηκε, δεν συμπιέστηκε (αζούλιστη ντομάτα) ή δεν μπορεί να συμπιεστεί («κακό σπυρί, αζούλιστο») 2. αυτός που δεν κακοπάθησε σε συνωστισμό 3. (για ζώα) αυτός που δεν έχει υποστεί σύνθλιψη τών όρχεων,… …   Dictionary of Greek

  • ακοκκίνιστος — η, ο 1. αυτός που δεν βάφηκε κόκκινος 2. αυτός που δεν κοκκίνησε από ντροπή, ο αναίσχυντος 3. (για φαγητό) αυτό που δεν περιέχει ντομάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + κοκκινιστός < κοκκινίζω] …   Dictionary of Greek

  • ιμάμ-μπαϊλντί — το φαγητό που παρασκευάζεται από χαραγμένες μελιτζάνες με γέμιση από κρεμμύδι, σκόρδο, μαϊντανό και σάλτσα από ντομάτα και λάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. τής τουρκ. λ. imam bayildi < bayilmak «λιποθυμώ, αγαπώ πολύ, πεθαίνω για κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • κακκαβιά — η [κακκάβι] 1. το περιεχόμενο, η χωρητικότητα τού κακκαβιού, η καζανιά 2. είδος σούπας με διάφορα είδη μικρών ψαριών, με ντομάτα και κρεμύδι …   Dictionary of Greek

  • καπαμάς — ο είδος φαγητού από μοσχαρήσιο ή αρνήσιο κρέας, ροδισμένο πρώτα σε βούτυρο, στο οποίο προστίθενται ντομάτα και μπαχαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. kapama (< ρ. kapamak «κλείνω, σκεπάζω»)] …   Dictionary of Greek

  • καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”